Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών στο απαντητικό έγγραφό του επισημαίνει ακόμα ότι ουσιώδη παράμετρο στη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους αποτελεί η επίτευξη επαναγοράς χρέους, λόγω της χαμηλής τιμής στην οποία διαπραγματεύονται τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.
«Εξαιτίας του επείγοντος της συναλλαγής (καταληκτική ημερομηνία είχε ορισθεί η 14η Δεκεμβρίου 2012), του μεγάλου μεγέθους της επιδιωκόμενης μείωσης του δημόσιου χρέους, που συνεπάγεται εκτεταμένο όγκο προαγορών, ύψους έως 35 δισ. ευρώ και, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται σε ανάλογες περιπτώσεις, ανατέθηκαν καθήκοντα Joint Dealer Managers στους Βασικούς Διαπραγματευτές Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου Deutsche Bank AG και Morgan Stanley. Επιπροσθέτως, ανατέθηκαν καθήκοντα Lead Structuring Agent στη Deutsche Bank», αναφέρει συγκεκριμένα ο κ. Σταικούρας
Επισημαίνει δε ότι «η επιλογή των ανωτέρω τραπεζών έγινε λόγω της υψηλής εμπειρίας, της διεθνούς ευρείας παρουσίας τους και, επιπρόσθετα, ότι έχουν επιτελέσει τους υψηλότερους όγκους συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά για το 2012 επί των ελληνικών κρατικών ομολόγων μεταξύ των ξένων βασικών διαπραγματευτών».
Ο κ. Σταϊκούρας αναφέρεται και στα κριτήρια επιλογής του νομικού γραφείου «Cleary, Gottlieb, Steen and Hamilton LLP» και τονίζει ότι ελήφθησαν υπόψη το κατεπείγον του θέματος και το γεγονός ότι οι τίτλοι που επρόκειτο να επαναγορασθούν είναι αγγλικού δικαίου.
Επίσης, ελήφθη υπόψη ότι το εν λόγω διεθνές δικηγορικό γραφείο είναι εξειδικευμένο στα χρηματοοικονομικά και στα θέματα αναδιάρθρωσης κρατικού χρέους, αλλά και η άριστη συνεργασία και οι υψηλού επιπέδου νομικές υπηρεσίες προς τον ΟΔΔΗΧ και το ελληνικό Δημόσιο που παρείχε στα πλαίσια της εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων (PSI).
«Το κόστος παροχής των παραπάνω υπηρεσιών υπολογίζεται με τον χρόνο απασχόλησης και τον βαθμό του νομικού συμβούλου που θα απασχολείται» αναφέρει ο κ. Σταϊκούρας και «το μηνιαίο κόστος, με την προϋπόθεση της έγκαιρης καταβολής των σχετικών ποσών, δεν θα υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ, για αμοιβές και τις 200.000 ευρώ, για τα βοηθητικά έξοδα».
Ο ανεξάρτητος βουλευτής Μίμης Ανδρουλάκης, στην ερώτηση που είχε καταθέσει στη Βουλή, ανέφερε ότι «η ανάθεση της διαχείρισης του προγράμματος επαναγοράς των ελληνικών ομολόγων στη μία εκ των δύο γνωστών επενδυτικών τραπεζών εγείρει ενδεχομένως ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων και πρέπει να εξετασθεί προσεκτικά».
Και αυτό διότι, όπως τονίζει, «η επενδυτική τράπεζα, όντας σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας κατά τη σχεδιαζόμενη συγχώνευσή της με την Alpha Bank, φέρεται να εκμεταλλεύτηκε την προνομιακή της θέση, με τη διάδοση εσωτερικής πληροφόρησης προς όφελος των πελατών της και κατηγορείται σε βαθμό κακουργήματος για χειραγώγηση της χρηματιστηριακής αγοράς κατ΄ εξακολούθηση».
Επίσης, ο βουλευτής έχει επισημάνει την ανάγκη να διερευνηθεί «πώς πρόωρες διαρροές, από υπεύθυνες ελληνικές και ευρωπαϊκές πηγές προ δύο μηνών, για επικείμενη επαναγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, συντέλεσαν στην κερδοσκοπική άνοδο των τιμών των ελληνικών ομολόγων και περιορίζουν την αποτελεσματικότητα του έτσι και αλλιώς προβληματικού εργαλείου της επαναγοράς ως μέσο απομείωσης του ελληνικού χρέους».
Ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής, Χρυσοβαλάντης Αλεξόπουλος, που είχε απευθύνει ερώτηση στο υπουργείο Οικονομικών, ζητούσε να ενημερωθεί «για ποιο λόγο καταφύγαμε, για μια ακόμη φορά, στη λύση της πρόσληψης πανάκριβων ιδιωτικών συμβούλων» και με ποια κριτήρια επελέγησαν.