Ωστόσο, δεν αποκλείεται η Βουλή να κρατήσει τον φάκελο, διενεργώντας την προκαταρκτική εξέταση. Ούτως ή άλλως η δικογραφία θα καταλήξει στον Άρειο Πάγο, καθώς το συμβούλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα κληθεί να αποφασίσει για την ποινική μεταχείριση των πρωταγωνιστών.
Το μεγάλο «αγκάθι» πάντως στη διερεύνηση της υπόθεσης είναι η παραγραφή. Και αυτό γιατί, από την πρώτη στιγμή που τέθηκε επί τάπητος η ενδεχόμενη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, ο δικαστικός και νομικός κόσμος εμφανίστηκε διχασμένος σχετικά με το αν τα αδικήματα που αποδίδονται στον Γ. Παπακωνσταντίνου είναι ή όχι παραγεγραμμένα.
Όλα εξαρτώνται από το πώς θα μετρηθεί η Βουλή της μίας ημέρας που μεσολάβησε μεταξύ των δύο πρόσφατων εκλογών.
Μέχρι σήμερα έχουν ακουστεί φωνές που λένε πως έχει επέλθει αποσβεστική προθεσμία των αδικημάτων, καθώς εκείνη η Βουλή λογίζεται ως κοινοβουλευτική σύνοδος και ως εκ τούτου δεν υπάρχει κανένα περιθώριο δίωξης εις βάρος του πρώην υπουργού, αφού μέχρι σήμερα έχουν συμπληρωθεί και οι δύο κοινοβουλευτικές περίοδοι, που κατά το Σύνταγμα είναι η απροσπέραστη κόκκινη γραμμή.
Στον αντίποδα, διατυπώνεται η ερμηνεία ότι λόγω της απουσίας νομοθετικού έργου εκείνης της Βουλής, η διάρκειά της δεν προσμετράται στον χρόνο της εξάλειψης του αξιόποινου των υπουργικών αδικημάτων και ως εκ τούτου ο δρόμος για το Ειδικό Δικαστήριο είναι ανοιχτός.
Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι το είδος και η φύση των αδικημάτων που αποδίδονται στον Γ. Παπακωνσταντίνου. Ακόμα και αν τα υπουργικά αδικήματα κριθούν παραγεγραμμένα, οι δικαστές θα κρίνουν αν αυτά διαπράχθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του πολιτικού προσώπου ή επ’ αφορμή αυτών, οπότε η δικογραφία ξαναπερνά στα χέρια των τακτικών δικαστών.