Μια φορά και ένα καιρό σε ένα χωριό της γης, σαν την Ελλάδα καλή ώρα, ζούσε μια κότα στην αυλή μιανής κακής γριάς. Η κότα αυτή δεν φτάνει που ήταν ζορκολαίμω ήταν και λαθύρω, αλλά όμως έκανε κάτι αυγά, μα τι αυγά, θερία, δίκορκα!!.
Σκέφτηκε στην αρχή να δώκει τ΄ αυγά της και φέτο στους ανθρώπους, μα το μετάνιωσε. " σ΄ αυτούς τα δίνω από τη μέρα που έπαψα να είμαι πλακίδα και γεννάω, μα δεν είδα ποτέ καλό. Ακόμα και το φαΐ που μου δίνουν μου το βγάνουν απ΄ την μύτη. Άκου εκεί που θα τα δώκω και φέτο στους αχάριστους να τα φάνε. Θα τα κλωσήσω!!" είπε.
Βρήκε λοιπόν μια μεριά απόκρυφη στον καλαμιώνα, την συγύρισε και εκεί έφκιαξε την φωλιά της. Γέννησε ένα, γέννησε δύο, γέννησε τρία. γένναγε συνέχεια κι ότι τα έφτασε δέκα τρία τ΄ αυγά , τα ξαναμέτρησε και έκατσε να τα κλωσήσει.
Ήταν άνοιξη. Τα πουλάκια στον ουρανό πετούσαν ανέμελα και τραγουδούσαν χαρούμενα: " σήμερα είκοσι δύο , γάμο καρτερώ δώδεκα πλακίδες και ένα κοκοτό".
Το όμορφο τραγούδι των πουλιών το άκουσε η γριά της αυλής. "α! την πουτάνα, είπε, πήγε και γέννησε στον καλαμιώνα. Τώρα θα της πιω το αίμα " και μια και δυό πάει και βρίσκει την κυρά κότα καθισμένη στην φωλιά της.
-Τι κάνεις αυτού μωρή; της είπε η γριά.
-Τι να κάνω η καϋμένη, απάντησε μισοκακόμοιρα η κότα. Έχει απάγκιο εδώ και είπα να ξεκουραστώ.
Η Γριά κατάλαβε πως η κότα της έλεγε ψέματα γιατί το σπουργιτάκι τραγουδώντας φάλτσα την μαρτύρησε: «τα αυγά δεν είναι πέρδικας , κι΄ ούτε παπίσια κάνε, είναι αυγά της κότας μας και για φαΐ δεν πάνε».
Μόλις άκουσε έτσι η γριά έτριξε τα δόντια της και είπε σκληρά στην κότα.
-Σήκω απάνω μωρή πουτάνα που θα με γελάσεις εμένα. Σήκω απάνω και θα σε φκιάξω εγώ. Θα σου το στρίψω το λαρύγγι.
-Δεν έχω τίποτα, απάντησε η κότα, στο ορκίζομαι στον Θεό που κοιτάζω όταν πίνω νερό.
- Μωρέ σήκω απάνω να δω.
Τι να κάμει η κότα βλέποντας την γριά να αρπάζει ένα σβώλο να της τονε πετάξει σηκώθηκε και φάνηκαν τα αυγά. Δέκα τρία με το μέτρο. Δέκα τρία ροδαλά αυγά. Η γριά δεν κοίταξε τα αυγά. Πήρε την κότα από το φτερό, της έδεσε στο ποδάρι ένα μεγάλο σίδερο για να μην μπορεί να φύγει και την πήγε στην αυλή. Γέμισε ένα μεγάλο κακάβι με νερό και μπλούμ βουτάει την κότα στο νερό. Μουσκίδι η κότα. Τρέχανε τα νερά από όλες τις πάντες.
Την παίρνει η καλή σου βρεγμένη όπως ήταν και την πάει στην φωλιά και της λέει «τώρα κλώσασε». Η κότα δεν κοίταξε τα αυγά της. Σκοτωνόντανε να μην ΄γγίξει. Τα ‘νοιωθε ξένα.
Τότε η Γριά της αυλής είπε : «τα αυγά μπορεί να τα κάνεις εσύ, αλλά εγώ θα αποφασίζω, πότε θα τα φάω και πότε θα γίνουν πουλιά. Όσο για σένα τώρα κοιτάξου στον καθρέφτη μια βρεγμένη κότα είσαι, τίποτα άλλο».
Ειδική αφιέρωση και να μάθουν απέξω το παραμύθι τα κόμματα της συγκυβέρνησης, το «πολιτικό προσωπικό» της συγκυβέρνησης και αυτό που ονομάζουν αόριστα Λαό, γιατί όταν θα πάει η Γριά στην φωλιά, θα μάθει η κότα αν τα αυγά είναι της Γριάς ή της Κότας……
Λεξιλόγιο και επεξηγήσεις
Εσείς που δεν είστε από αγροτικές περιοχές και δεν είχατε την τύχη να έχετε ορισμένες γνώσεις απαραίτητο είναι το παρακάτω γλωσσάρι και επεξηγήσεις.
Πλακίδα: πουλακίδα. Μικρή κότα. Πριν αρχίσει να κάνει αυγά ή στην αρχή της .
Ζορκολαίμω κότα: κότα με γυμνό(χωρίς φτερά) λαιμό.
Λαθύρω κότα: κότα με πτέρωμα στο χρώμα του λαθουριού( κιτρινοπράσινο με πίκες άσπρες και μαύρες).
Δίκορκα αυγά: αυγά με δύο κρόκους.
Δέκα τρία αυγά: τόσα μπορεί μια κότα να κλωσήσει σύμφωνα με την παράδοση.
Κακάβι: χάλκινο αγγείο νερού που χρησιμοποιούνταν και σαν μαγειρικό σκεύος σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια.
*«σήμερα είκοσι δύο γάμο καρτερώ ,δώδεκα πλακίδες και ένα κοκοτό» : λέγονταν από αρσενικό παιδί όταν έβαζαν την κότα να κλωσήσει τα αυγά και ζητούσαν από τα αυγά να βγουν δώδεκα πουλακίδες (θηλυκά) και ένας κοκοτός (αρσενικό)
*Ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η κότα να κλωσάει αυγά ήταν το βούτηγμά της σε νερό. Αμέσως ξεχνούσε την αναπαραγωγή της και παρατούσε να αυγά της στην μοίρα τους και φυσικά συνέχιζε να γεννά αυγά.Ηλίας Τσάκαλος