Το 2002, όταν και μπήκαμε στην ευρωζώνη, η αξία της δραχμής είχε υποτιμηθεί. Το νόμισμα που αντιστοιχούσε σε μία δραχμή ήταν τόσο δυσεύρετο, που θυμάμαι πως το κρατούσαμε για συλλογή. Ήταν φανερό πως ο πληθωρισμός και η υποτίμηση του νομίσματος είχαν συντελέσει ώστε αυτό να κλείσει τον κύκλο του και να δώσει τη θέση του στο νόμισμα που χρησιμοποιούνταν σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Θυμάμαι που τότε υπήρχε κι ένα μικρό βιβλίο στο δημοτικό, το οποίο μας ενημέρωνε για την αντιστοιχία του νομίσματος αυτού με τη δραχμή, την οποία είχαμε συνηθίσει, έλεγε τα πάντα για το ευρώ και μας είχε πείσει πως η αλλαγή αυτή θα ήταν ευεργετική για τη χώρα μας.
Αυτό δε μπορώ να πω ότι ήταν κακό, γιατί ως "μορφωμένα" παιδιά ξέραμε αρκετά μαθηματικά ώστε να γνωρίζουμε πως η τυρόπιτα που μέχρι τότε αγοράζαμε με 200 δραχμές πλέον θα κόστιζε 0,59 ευρώ. Έτσι, εάν πηγαίναμε να αγοράσουμε τυρόπιτα και δίναμε εξήντα λεπτά, έπρεπε λογικά να περιμένουμε και ένα λεπτό ρέστα. Έτσι και έγινε αρχικά. Έπειτα από λίγες ημέρες όμως, τα μικρά μας μυαλά αντιμετώπισαν την οικονομική πραγματικότητα: η τυρόπιτα κόστιζε εξήντα λεπτά. Ένα χρόνο αργότερα, κόστιζε εβδομήντα λεπτά και το ψωμί από 90 λεπτά το κιλό είχε φτάσει να πωλείται ένα ευρώ. Μέσα από αυτά τα μικρά παραδείγματα από την καθημερινότητα, κατάλαβα πως το ευρώ είχε γίνει αιτία αδικαιολόγητου πληθωρισμού.
Τα χρόνια πέρασαν, και από το 2010 άρχισα να βλέπω κι εγώ όπως κι όλος ο κόσμος πού μας είχε οδηγήσει η οικονομική κρίση. Η χρηματοδότηση για την παιδεία ήταν ελάχιστη ως μηδενική, το να βρίσκεις δουλειά έγινε προνόμιο από τα λίγα και τα 700 ευρώ είχαν γίνει ο εφιάλτης αλλά και η αναπόφευκτη αλήθεια του κάθε νέου εργαζόμενου. Πλέον, σκεφτομαστε πολύ κάθε έξοδο, κάθε ευρώ που χαλάμε. Δεν έχω ακούσει άνθρωπο που να μου λέει ότι δεν κόπηκαν χρήματα από το μισθό των δικών του. Για όλους τα πράγματα είναι δύσκολα. Χαίρω πολύ, θα μου πείτε. Σταθείτε όμως να δείτε τι έχω στο μυαλό μου.
Στις ειδήσεις μας έχουν πει ότι για την οικονομική κρίση στη χώρα μας φταίει η παγκόσμια οικονομική κρίση. Η πιθανότητα να επιστρέψουμε στη δραχμή και να βγούμε από το ευρώ παρουσιάζεται ως ζοφερή. Γιατί όμως κανείς δε βγαίνει να πει πως δέκα χρόνια ήταν αρκετά για να υποτιμηθεί αυτό το νόμισμα που τόσο καλό θα έκανε στην Ελλάδα;
Είπε κανείς ότι δεν έχει υποτιμηθεί το ευρώ; Ας θυμηθεί τότε πόσες φορές από αυτές που έπρεπε να του δώσουν ρέστα ένα και δύο λεπτά του ευρώ του τα έδωσαν και κυρίως πόσες φορές δεν του τα έδωσαν. Αν πας να πληρώσεις με χάλκινο νόμισμα, οι άλλοι θα γελάσουν και θα σε ρωτήσουν για πλάκα αν έκλεψες το παγκάρι της εκκλησίας. Το παγκάρι της εκκλησίας όμως έχει κάνει τους παπάδες πλούσιους, ενώ η υποτίμηση αυτού του ομολογουμένως μικρού ποσού και η απαξίωσή του έχει κάνει εμάς φτωχότερους.
Μεσάνυχτα στο σταθμό του ηλεκτρικού, προσπαθώ να βγάλω εισιτήριο στο αυτόματο μηχάνημα γιατί δε θέλω να μπαίνω στα μέσα χωρίς να πληρώνω. Αδειάζω την τσέπη μου, έχω ρίξει εξήντα λεπτά, και μου λείπουν άλλα δέκα. Ρίχνω δύο πεντάλεπτα και το μηχάνημα μου τα δίνει πίσω γιατί δεν τα δέχεται. Και μετά μου λέτε ότι δεν έχει υποτιμηθεί το ευρώ;
Ίσως η φυσική πορεία όλων των νομισμάτων να είναι η υποτίμηση. Για το ευρώ όμως αρκούσαν και δέκα χρόνια για να συμβεί αυτό. Δε χρειάζεται καν να είσαι οικονομολόγος για να καταλάβεις πως όσο δέχεσαι να σου υποτιμούν τα χρήματα, τόσο πιο εμφανής θα είναι η οικονομική κρίση και τόσο πιο πολύ θα πάει κατά διαόλου το ευρώ. Γιατί την οικονομία δεν τη διαμορφώνουν μόνο οι τράπεζες, αλλά κι εμείς.
Κάποιοι λένε να επιστρέψουμε στη δραχμή για να σωθούμε. Κι εγώ, λέω : Να το παίξουμε πλέον κορώνα γράμματα;