Το Σύνταγμα (άρ. 37, παρ.1) ορίζει ότι εάν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που θα απολαμβάνει τη συνεργασία της Βουλής.
Εάν δεν διαπιστωθεί η δυνατότητα αυτή, ο ΠτΔ παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου κόμματος σε κοινοβουλευτική δύναμη και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο ΠτΔ δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος.
Κάθε διερευνητική εντολή διαρκεί τρεις ημέρες. Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο ΠτΔ καλεί τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων και αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής, για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας, αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη Βουλή.
Ακόμη, όπως ορίζει το Σύνταγμα στο ίδιο άρθρο (ερμηνευτική δήλωση), στις διερευνητικές εντολές, αν κόμματα είναι ισοδύναμα σε βουλευτικές έδρες, προηγείται εκείνο που έλαβε περισσότερες ψήφους στις εκλογές.
Νεοσχηματισμένο κόμμα με κοινοβουλευτική ομάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, έπεται του παλαιότερου με τον ίδιο αριθμό εδρών.
Στις δύο αυτές περιπτώσεις, δεν παρέχονται διερευνητικές εντολές σε περισσότερα από τέσσερα κόμματα.