Νέο μισθολογικό ψαλίδι για τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα φέρνει ο Οκτώβριος.
Με μεγάλες μισθολογικές απώλειες, που θα κυμαίνονται έως 1.500 ευρώ στα "ρετιρέ" και έως 300 - 400 ευρώ στην πλειοψηφία, θα βρεθούν αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου από πρώτη Οκτωβρίου.
Η κυβέρνηση επιδιώκει να μειώσει κατά 25% περίπου τις μισθολογικές δαπάνες του εν ενεργεία προσωπικού του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Το νέο μισθολόγιο, σε συνδυασμό με τη μείωση των συντάξεων, μεταφράζεται σε εξοικονόμηση 3,2 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο μέσος όρος της μείωσης των αποδοχών στα "ρετιρέ" του Δημοσίου, που καλύπτουν το 10% του συνόλου των εργαζομένων, εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 1.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις (0,5%) θα ξεπερνά τα 1.500 ευρώ.
Κατά μέσον όρο, πάντως, το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων, όπως σημειώνει το "Βήμα", θα δουν τους μισθούς τους να μειώνονται από 300 έως και 400 ευρώ τον μήνα, ανάλογα με το σενάριο που τελικά θα επιλεγεί για την αναπλήρωση μέρους των απωλειών που θα προκύψουν από την κατάργηση των 104 ειδικών επιδομάτων με τη χορήγηση του "πριμ παραγωγικότητας".
Οι αλλαγές στο νέο μισθολόγιο
* Καθιερώνεται ανώτατο όριο αμοιβών στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ που θα κυμαίνεται γύρω στα 2.700 ευρώ, το οποίο για ορισμένες μόνο κατηγορίες εργαζομένων και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα μπορεί να φθάσει και τις 3.000 ευρώ.
* Τα μισθολογικά κλιμάκια μειώνονται από 18 που είναι σήμερα σε 11 και "κουμπώνουν" με τους έξι βαθμούς τους οποίους θα έχει το νέο βαθμολόγιο, γεγονός που σημαίνει ότι η ωρίμανση θα χορηγείται κάθε τρία χρόνια.
* Στη θέση των καταργούμενων 104 ειδικών επιδομάτων θα χορηγείται το "πριμ παραγωγικότητας". Ωστόσο θα το λαμβάνουν μόνο ή κυρίως οι υπάλληλοι των κατηγοριών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΠΕ) και τεχνολογικής εκπαίδευσης (ΤΕ) και τα διευθυντικά στελέχη. Η χορήγησή του θα γίνεται έπειτα από συμφωνίες για επίτευξη εκ των προτέρων καθορισμένων στόχων και σε βάθος χρόνου.
Με το νέο βαθμολόγιο οι βαθμοί από πέντε που είναι σήμερα (Ε, Δ, Γ, Β, Α) θα γίνουν έξι (6ος, 5ος, 4ος, 3ος, 2ος, 1ος). Οι υπάλληλοι για να περνούν από τον έναν βαθμό στον άλλον θα υπόκεινται σε ειδικά τεστ αξιολόγησης.
Τα τεστ θα διενεργούνται κάθε τρία χρόνια για όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους του Δημοσίου.
Η διενέργειά τους μάλιστα θα βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια, το καθένα από τα οποία θα βαθμολογείται με συγκεκριμένα μόρια, που θα καθοριστούν με προεδρικό διάταγμα το οποίο θα καταρτίσει ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Δημήτρης Ρέππας αμέσως μετά την ψήφιση του νέου βαθμολογίου - μισθολογίου.
Οι υπάλληλοι, λοιπόν, κάθε τρία χρόνια περίπου θα υποβάλλονται σε τεστ αξιολόγησης προκειμένου να λαμβάνουν βαθμό αλλά και για να κατατάσσονται σε συγκεκριμένο μισθολογικό κλιμάκιο.
Τα μισθολογικά κλιμάκια από 18 που είναι σήμερα για τους υπαλλήλους με 33 χρόνια υπηρεσίας θα μειωθούν σε 11. Έτσι, κάθε βαθμός του νέου βαθμολογίου, με εξαίρεση τον 1ο, θα αντιστοιχεί σε δύο μισθολογικά κλιμάκια.
Ο χρόνος για το πέρασμα από τον έναν βαθμό στον άλλον θα είναι για τις κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ κατά μέσον όρο έξι χρόνια, ενώ κάθε τρία χρόνια θα αλλάζουν μισθολογικό κλιμάκιο, που είναι και προϋπόθεση για να λαμβάνουν τη μισθολογική ωρίμανση.
Αυτό σημαίνει ότι και το χρονοεπίδομα, που έχει ήδη παγώσει με ρύθμιση που συμπεριελήφθη στον εφαρμοστικό του Μεσοπρόθεσμου νόμο, θα χορηγείται κάθε τρία χρόνια και το ύψος του θα εξαρτάται από το μισθολογικό κλιμάκιο.
Στο 11ο μισθολογικό κλιμάκιο, από την άλλη πλευρά, που θα είναι και το καταληκτικό κλιμάκιο, θα μπορούν να κατατάσσονται και οι υπάλληλοι με βαθμό 1, οι οποίοι, παρ' ότι έχουν περάσει τα γραπτά τεστ του ΑΣΕΠ που προβλέπονται στο νέο σύστημα προαγωγών, δεν καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης.
Να σημειωθεί ότι με την καθιέρωση του "κρατικού υπαλλήλου" τα στελέχη και των τριών ιεραρχικών βαθμίδων (γενικοί διευθυντές, διευθυντές και προϊστάμενοι) θα μπορούν να καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης οπουδήποτε και αν προκηρύσσονται, ανεξαρτήτως της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούν.
Σε ό,τι αφορά το "πριμ παραγωγικότητας", το ύψος του δεν θα είναι ενιαίο αλλά θα κυμαίνεται από 5% ως 20% του μέσου όρου του ύψους των υπό κατάργηση ειδικών επιδομάτων.
Θα μπορεί να φθάσει, δηλαδή, σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις ως και τα 250 ευρώ μηνιαίως. Το ακριβές ύψος του ποσού αυτού, από το οποίο θα εξαρτηθεί και το ανώτατο επίπεδο αποδοχών στο Δημόσιο, θα αποφασιστεί μετά την οριστικοποίηση των οικονομικών μεγεθών του νέου προϋπολογισμού.