Κοσμοπολίτης σκηνοθέτης που «απέρριψε» το Χόλιγουντ κάνοντας λαϊκή τέχνη, δηλαδή κινηματογράφο, τον Ευριπίδη, τον Κοσμά Πολίτη και τον Καζαντζάκη. Δημιουργός του υποψήφιου για επτά Οσκαρ «Ζορμπά», ταινίας που έγραψε ιστορία σημαδεύοντας το διεθνές συλλογικό ασυνείδητο ως η πιστότερη απεικόνιση της ελληνικής λεβεντιάς.
Εμπνευστής της χειραφετημένης «Στέλλας» και της δωρικής (υποψήφιας επίσης για Οσκαρ) «Ηλέκτρας».
Ο περιζήτητος από τα στούντιο, τα θέατρα και τις όπερες της Ευρώπης και της Αμερικής πολυβραβευμένος Ελληνοκύπριος σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης, καλλιτέχνης που εισήλθε στη σφαίρα του μύθου απ' τα νιάτα του, κινούμενος με άνεση από τις Κάνες και την Επίδαυρο ώς τη Μετροπόλιταν Οπερα και την Κομεντί Φρανσέζ, πέθανε χθες το πρωί στον «Ευαγγελισμό» από ανακοπή. Ηταν 90 ετών και νοσηλευόταν με αναπνευστική λοίμωξη δέκα ημέρες. Η νεκρώσιμος ακολουθία του θα ψαλεί την Πέμπτη στις 4 μ.μ. στον Αγ. Διονύσιο στο Κολωνάκι. Η ταφή του θα γίνει στον περίβολο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», επί της οδού Πειραιώς.
Καταπονημένος σε αναπηρική καρέκλα τα τελευταία χρόνια, αλλά πνευματικά ακμαίος, χαιρόταν να βλέπει το «παιδί» του, το Ιδρυμά του, να μεταμορφώνεται σε «κυψέλη» των νέων καλλιτεχνικών δυνάμεων. Ενα μεγάλο όνειρο έγινε πραγματικότητα, όπως είχε γίνει νωρίτερα και με το νυχτερινό φωτισμό των μνημείων της Ακροπόλεως, τον οποίο οραματίστηκε και υλοποίησε, σε συνεργασία με τον Γάλλο καλλιτέχνη Πιερ Μπιντό.
Με προίκα την ελληνικότητα
«Γεννήθηκα "ες γην εναλίαν Κύπρον" και έζησα τη ζωή μου ως πλάνητας στις πρωτεύουσες του κόσμου με προίκα και εφόδιο την ελληνικότητα που έφερα μέσα μου, αρετή όντως. Εζησα καλή ζωή, ασχέτως αν ποτέ δεν έκανα οικογένεια. Αγάπησα πλάσματα που με μεγαλύτερη παραφορά αγάπησαν εμένα. Αγάπησα πολύ περισσότερο ωστόσο τη δουλειά μου», συνόψιζε το μακρύ βίο του στη συναρπαστική βιογραφία του «Σε πρώτο πλάνο», που υπογράφει ο Χρήστος Σιάφκος (εκδ. «Ψυχογιός»).
Ο Μιχάλης Κακογιάννης γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου στις 11 Ιουνίου του 1922. «Μπορεί να είμαι Κύπριος ως προς την καταγωγή και να ανδρώθηκα στην Αγγλία, αλλά η Ελλάδα είναι ιδέα. Η Ελλάδα με έκανε αυτόν που είμαι καλλιτεχνικά», ξεκαθάριζε.
Η μοίρα του ήταν «προδιαγεγραμμένη, να γίνω δικηγόρος, προκειμένου να διατηρήσω την πατρική παράδοση», μια και ο πατέρας του ήταν διακεκριμένος ποινικολόγος. «Η τάση μου όμως για τη σκηνοθεσία είχε αρχίσει νωρίς. Λάτρευα το θέατρο. Ηταν αυτό που ήθελα να κάνω». Παιδί ακόμα έγραφε μονόπρακτα που σκηνοθετούσε «παιδεύοντας» τις αδελφές του, Στέλλα και Γιαννούλα.
Μαθητήςστη Β' Γυμνασίου, φιλόδοξος και πρώτος -όμως πάτος στα Μαθηματικά- θα εκδώσει τετρασέλιδη εφημερίδα μιμούμενος τη «Διάπλαση των Παίδων» του Ξενόπουλου. Αλλωστε ως παιδί λάτρευε το διάβασμα, αλλά και τη Μάρλεν Ντίτριχ. Τον σημάδεψαν ο Ξενόπουλος, ο Ουγκό και οι Ρώσοι κλασικοί.
Το '38 θα αναχωρήσει για την Αγγλία, όπου με «κόλπα» θα τελειώσει αισίως τη Νομική. Το πτυχίο ο πατέρας του εις μάτην το ανάρτησε στο γραφείο του. Ο γιος, ηθοποιός θέλει να γίνει. Ευτυχώς το πάθος τον οδήγησε στη σκηνοθεσία.
«Ούτε δεξιός ούτε αριστερός»
Στο μεταξύ, το '41 προσλαμβάνεται στην ελληνική υπηρεσία του BBC, όπου σύντομα αναλαμβάνει τη διεύθυνση των καλλιτεχνικών εκπομπών. Είναι εποχές που στο Λονδίνο συνδέεται με τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Τάκη Χορν, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Αλέξη Μινωτή και γνωρίζει τον Λόρενς Ολιβιέ, τον Ντίλαν Τόμας, τον Λόρενς Ντάρελ. Αργότερα, θα σχετιστεί και με την Τζάκι Ο', τον Ωνάση, τη Μαρία Κάλλας, τον Νουρέγιεφ.
Το '44 γράφεται στο Central School of Dramatic Art. Τη σημαντικότερη εμφάνισή του ως ηθοποιός θα την κάνει στο Λονδίνο υποδυόμενος τον Καλιγούλα στο ομώνυμο θεατρικό του Καμί (σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού). Η επιλογή του για το ρόλο ανήκε στον ίδιο τον Καμί. Οταν το '50 θα γράψει το σενάριο της «Eroica» του Πολίτη, θα εγκαταλείψει διά παντός το σανίδι. Παρ' όλα αυτά «υπήρξε ένα απωθημένο στη ζωή μου το ότι δεν μπόρεσα να λάμψω ως πρωταγωνιστής στο θέατρο και στον κινηματογράφο».
Εκανε, πάντως, να λάμψουν τα «αστέρια» μιας Ελλης Λαμπέτη, μιας Ειρήνης Παπά και μιας Μελίνας Μερκούρη, μεταξύ άλλων, κάνοντας αδιάλειπτα σινεμά, θέατρο και όπερα από το '54 μέχρι το 2005. Στην πλούσια καριέρα του συνεργάστηκε επίσης με τους Αντονι Κουίν, Κάθριν Χέπμπορν, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Ζενεβιέβ Μπιζόλντ και Αλαν Μπέιτς.
Κατά τη διάρκεια της επταετίας «μπήκα αυτομάτως στο μαυροπίνακα, διότι ήμουν ίσως ο πρώτος που μίλησε εναντίον της χούντας». Πολιτικά πάντως δήλωνε «φιλελεύθερος». «Σε καμία περίπτωση δεν είμαι δεξιός ούτε αριστερός». *