Η εξέγερση των λαών της Βόρειας Αφρικής και της Αραβικής Χερσονήσου δεν είναι απλώς δυναμική απόρριψη του κρατικού αυταρχισμού. Η πατριαρχική οικογένεια, η συνεκτικότητα της φυλής, η θρησκευτική συνδιαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας και τής καθημερινής συμπεριφοράς των πολιτών, δεν κατέστησαν τον εκδημοκρατισμό δυτικού τύπου κεντρικό και διαχρονικό πολιτικό αίτημα των πληθυσμών. Ο αστικός εξορθολογισμός των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, των συνδικαλιστικών ενώσεων και των εργασιακών ρυθμίσεων του συνταγματικού κεκτημένου, δεν αποτέλεσαν στοιχεία τού κεντρικού πυρήνα των διεκδικήσεων των Κοινωνικών Κινημάτων.
Σε μια παλινδρομική κίνηση της Ιστορίας, το αίτημα του εκδημοκρατισμού παίρνει και πάλι εθνικό-απεξαρτησιακό χαρακτήρα. Το κύριο χαρακτηριστικό των πολιτικών καθεστώτων που ανατρέπονται από τις παλλαϊκές εξεγέρσεις είναι η προϊούσα αδυναμία τους να διευθύνουν αυτόνομα την παραγωγική δραστηριότητα (κυρίως στον τομέα της ενέργειας όπου έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα) και να αναδιανείμουν τον πλούτο στους λαούς.
Ακόμη και τα καθεστώτα που αναδύθηκαν με αντι-αποικιοκρατική ρητορεία και πρόγραμμα εθνικοποιήσεων των πλουτοπαραγωγικών πηγών, εν τέλει, προϊόντος του νεοφιλελεύθερου χρόνου, οδηγήθηκαν σε αναγκαστικούς συμβιβασμούς και οικονομικές συμμαχίες με τους νέους «μεγάλους παίκτες» της παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι καρπώνονται μεγάλο ποσοστό τής υπεραξίας. Οι εγχώριες διευθυντικές ελίτ αναδείχθηκαν σταδιακώς, μετά την εξάτμιση του εθνικοαπελευθερωτικού πνεύματος, σε υπεργολάβους των ολιγοπωλιακών ομίλων της παραγωγής ενέργειας. Το μείζον μέρος τού πλούτου διανέμεται μεταξύ των δύο συνεργαζομένων πόλων εξουσίας και οι πολίτες των κατ’ιδίαν χωρών (νέοι στην πλειονότητά τους -λόγω των ιδιαίτερων και παραδοσιακών δημογραφικών συνθηκών- χειριστές των τεχνολογικών μεθόδων πληροφόρησης και χρήστες του διαδικτύου) δεν μπορούν πλέον να απωθούν τις νέες συνθήκες εκμετάλλευσης του εθνικού τους πλούτου στην εσχατολογική μακαριότητα. Όλα τα άλλα στοιχεία τού αστικού εκσυγχρονισμού, συνδεδεμένα κυρίως με τη μετριοπαθή εκδοχή τού κοσμικού Ισλάμ, αποτέλεσαν το όχημα εκδήλωσης αυτής της κυρίαρχης αντίθεσης.
Δεν είναι, ως εκ τούτου, ανεξήγητη η αμηχανία, με την οποία τα δυτικά ΜΜΕ και οι ηγεσίες του δυτικού κόσμου εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις πυκνούμενες εξεγέρσεις. Τα αόριστα ψελλίσματά τους και οι δειλές συνηγορίες περί δημοκρατικών αλλαγών δείχνουν ότι αδυνατούν να κατανοήσουν το εκρηκτικό μίγμα που περικλείεται στην παλλαϊκή αξίωση της οικονομικής και κοινωνικής αυτονομίας, ως αναγκαίας συνθήκης επαν-οικειοποίησης και αναδιανομής τού εθνικού πλούτου.
Το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα της εξαφάνισης του δημόσιου χώρου, της κυριαρχίας των υπερεθνικών ομίλων σε ένα απαλλαγμένο από κρατικές ρυθμίσεις πεδίο, αλλά και των περικοπών των κοινωνικών προγραμμάτων και δαπανών, η κατίσχυση εν τέλει της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας (που, παρά την κρίση που προκάλεσε και τη θεσμική ανυποληψία της, επανέρχεται δριμύτερη και οδηγεί σε κοινωνική αποσταθεροποίηση), έχουν προσβάλλει και τις φαινομενικά περίκλειστες αυτές κοινωνίες, οι οποίες, όμως, με την εκδοχή των χρηματοοικονομικών επενδύσεων των μελών της διευθυντικής τους ελίτ, βρίσκονται στον πυρήνα τής κρίσης. Επομένως η σημερινή κινητικότητα της βάσης εμπεριέχει και το αίτημα της κατάλυσης επιτέλους ενός καθεστώτος συγκέντρωσης του πλούτου και μετανάστευσής του στις συσσωρεύσεις τού εικονικού χρήματος των δυτικών Τραπεζών.
Ας μην επαναπαύεται, ως εκ τούτου, η Ευρώπη και η ΕΕ στις νεοσυντηρητικές προτάσεις του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας που ήδη εκπονείται στα τραπεζικά γραφεία τού γερμανικού κεφαλαίου. Ενώ όλοι οι ορθολογιστές οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι τα γερμανικά πλεονάσματα είναι τα ελλείμματα του Νότου και ως εκ τούτου συνιστούν τον κύριο παράγοντα ανισορροπιών των ισοζυγίων εξωτερικών συναλλαγών και του αυξημένου χρέους των αποσυγκροτημένων παραγωγικά χωρών, εν τούτοις αποδέχονται ως υπερ-Σύνταγμα διακυβέρνησής τους τη νέα λεόντεια αυτή συνθήκη. Μια νέα μορφή ενδοευρωπαϊκής αποικιοκρατίας επιβάλλεται, όπου οι οικονομικά ισχυροί αναπτύσσουν στο έπακρον τα δύο μέγιστα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα έναντι των αδύναμων: αφενός μεν τους «ενισχύουν» οικονομικά απολαμβάνοντας υπέρογκες δανειακές προσόδους, αφετέρου δε, τους υποχρεώνουν να αγοράζουν τα προϊόντα των βιομηχανιών τους, επιτείνοντας την ετερόνομη κατάσταση της οικονομίας τους.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτή η καταπλεονεκτική «εταιρική» σχέση τού Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας που επιβάλλεται κατ’αυτόν τον εκβιαστικό τρόπο. Είναι και η αξίωση της αποδόμησης του Κοινωνικού Κράτους που προβάλλεται ως ευρωπαϊκός κανόνας, με πρόσχημα την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας. Αποσιωπάται ότι η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας δεν εξαρτάται μόνον από την παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά κυρίως από το επίπεδο του τεχνολογικού εξοπλισμού και των νέων παραγωγικών μεθόδων, την έρευνα, την καινοτομία, την εισροή τής φιλόδοξης και διαδικτυωμένης νεανικής εργατικής δύναμης, την εκμετάλλευση των δικτύων, τις γεωστρατηγικές επενδύσεις, την επαρκή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας…
Έτσι, οι χώρες που υστερούν, για πολλούς και διάφορους λόγους, στους παραπάνω τομείς, δεν μπορούν να επιτύχουν τα κριτήρια ανταγωνιστικότητας που τίθενται σε μιαν αγορά, όπου οι ισχυρές οικονομίες διευρύνουν περαιτέρω τη διαφορά τής δυναμικότητάς τους. Με δεδομένο, δε, ότι η συρρίκνωση των οικονομιών -εξαιτίας και των δημοσιονομικών προβλημάτων σε χώρες όπως η Ελλάδα-, οδηγεί το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε μετανάστευση, προς ανεύρεση της κατάλληλης και ανεκτά αμειβόμενης εργασίας, η μόνη «διέξοδος» των μειονεκτικών χωρών είναι να μειώνουν διαρκώς το εργατικό κόστος και να διαλύουν το Κοινωνικό Κράτος, μήπως και βελτιώσουν
-έστω και κατά ένα μικρό ποσοστό- την ανταγωνιστικότητά τους.
Μπορεί, ως εκ τούτου, η αντιπροσωπευτική λυμφατική δημοκρατία να επιτρέπει την περιοδική εκλογική έκφραση και την εναλλαγή των κυβερνήσεων, δεν παύει όμως και αυτή να είναι δέσμια ενός οικονομικού υπερ-Συντάγματος και μιας αδήριτης αποικιοκρατικής οικονομικής συνθήκης, η οποία, αντί να αξιοποιεί και να αναδιανέμει τον εθνικό πλούτο στους πολίτες, μεταφέρει την υπεραξία στο κεφάλαιο των πλούσιων χωρών.
Μια αίσθηση του ατελέσφορου των διαδικασιών τής έμμεσης δημοκρατίας, μια απίσχνανση της επιρροής των πολιτών, μια πανθομολογούμενη αδυναμία αναδιαμόρφωσης των συνθηκών ζωής, πλανάται και στον γειτνιάζοντα με τις χώρες της εξέγερσης Ευρωπαϊκό Νότο. Και μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η συντηρητική αντεπανάσταση της ΕΕ κάθε άλλο παρά στοχεύει στη σύγκλιση των οικονομιών και των κοινωνιών, κερδίζει διαρκώς έδαφος.
Στη Βόρεια Αφρική και την Αραβική Χερσόνησο το ένστικτο αυτοσυντήρησης των λαών εκφράζεται με την αξίωση της μεταφοράς στους πολίτες των πρωτογενών αποφάσεων. Στην Ευρώπη της επανακυριαρχίας των τραπεζιτών και του εκδικητικού νεοφιλελεύθερου προτάγματος, η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και η γεφύρωση των ανισοτήτων και των διαφορών μεταξύ των κατ’ιδίαν χωρών δεν θα εκφραστεί ως απαίτηση εξάλειψης του διευρυνόμενου δημοκρατικού ελλείμματος;