Ο Συνήγορος τόνισε ότι ο εκπαιδευτικός, ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ανακύπτουν όταν οι γονείς ενός μαθητή αδυνατούν να υλοποιήσουν την υποχρέωσή τους για μεταξύ τους συνεργασία κατά την άσκηση του γονικού τους ρόλου, δεν θα πρέπει να ευνοεί τυχόν ιδιοκτησιακές αντιλήψεις του γονέα που ασκεί την επιμέλεια απέναντι στο παιδί-μαθητή. Αντίθετα, πρέπει να ενθαρρύνει τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή και των δύο γονέων στην εκπαίδευση του τέκνου τους, μεριμνώντας για την προστασία των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη του παιδιού και έχοντας ως γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου.
Ειδικότερα, ο Συνήγορος ζήτησε να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:
1. Ως προς την επικοινωνία γονέα - τέκνου στον χώρο του σχολείου:
Στις περιπτώσεις που η άσκηση της επιμέλειας του μαθητή, λόγω διάστασης ή διαζυγίου των γονέων του, έχει ανατεθεί στον ένα γονέα, δεν μπορεί να απαγορευθεί εντός του σχολικού χώρου η περιστασιακή επικοινωνία του παιδιού με τον άλλο γονέα (που δεν μένει μαζί του).
Μόνο για σπουδαίο λόγο είναι δυνατόν να μην επιτραπεί σε γονέα η είσοδός του στο χώρο του σχολείου, η συμμετοχή του σε σχολική εκδήλωση ή η επικοινωνία με το τέκνο. Η «εντολή» του ενός γονέα προς το σχολείο να απαγορεύσει την είσοδο του άλλου ή την επικοινωνία με το τέκνο δεν συνιστά σπουδαίο λόγο.
3. Η συμμετοχή του γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια του μαθητή (αλλά το υπόλοιπο της γονικής μέριμνας) στα συλλογικά όργανα της σχολικής κοινότητας δεν μπορεί να αποκλειστεί για το λόγο αυτό.
4. Η παραλαβή του παιδιού ρυθμίζεται με δήλωση του γονέα που ασκεί την επιμέλειά του. Σε περίπτωση διαφωνίας γονέων που ασκούν από κοινού την επιμέλεια, η παραλαβή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αρχική δήλωση, έως ότου προσκομισθεί στο σχολείο δικαστική απόφαση, η οποία επιλύει τη διαφωνία των γονέων.