Την καταδίκη της Ελλάδας και πέντε ακόμη χωρών-μελών της ΕΕ (Βέλγιο, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Γερμανία) προτείνει ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθώς, όπως υποστηρίζει, οι χώρες αυτές παραβιάζουν την κοινοτική νομοθεσία περιορίζοντας την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου μόνο στους υπηκόους τους.
Σύμφωνα με τις προτάσεις του εισαγγελέα, η συμμετοχή του επαγγέλματος του συμβολαιογράφου στην άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει άμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.
Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει παράλληλα ότι καμία από τις εγγυήσεις και τις ιδιαιτερότητες που περιβάλλουν το επάγγελμα του συμβολαιογράφου δεν δικαιολογεί ένα τόσο επαχθές και δραστικό μέτρο όσο η άμεση δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας.
Ειδικότερα, όσον αφορά τον όρκο που δίνουν οι συμβολαιογράφοι πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι η έννοια της πιστότητας δεν απαιτεί οπωσδήποτε δεσμό ιθαγένειας.
Ο γενικός εισαγγελέας κρίνει ακόμη ότι στο μέτρο που μια απαίτηση ιθαγένειας χρησιμοποιεί το κριτήριο της ιθαγένειας ως λόγο για να εμποδιστεί η πρόσβαση σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, η εν λόγω δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας συνιστά σοβαρή επέμβαση στη σφαίρα του πολίτη της ΕΕ η οποία θα ήταν επιτρεπτή μόνο μετά από αυστηρό έλεγχο με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
Ως εκ τούτου, ο γενικός εισαγγελέας κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων υπό τις οποίες ασκείται το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, η Συνθήκη της ΕΕ απαγορεύει τη λήψη κρατικού μέτρου το οποίο εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας εις βάρος προσώπων τα οποία επιθυμούν πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα, καθώς το μέτρο αυτό, ως μη αναγκαίο δεδομένου του βαθμού συμμετοχής της δραστηριότητας αυτής στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, είναι δυσανάλογο.
Κατά συνέπεια, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι τα έξι ενδιαφερόμενα χώρες-μέλη, περιορίζοντας την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου αποκλειστικά στους υπηκόους τους, παραβίασαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Συνθήκη της ΕΕ.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν την τελική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τις προτάσεις του εισαγγελέα, η συμμετοχή του επαγγέλματος του συμβολαιογράφου στην άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει άμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.
Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει παράλληλα ότι καμία από τις εγγυήσεις και τις ιδιαιτερότητες που περιβάλλουν το επάγγελμα του συμβολαιογράφου δεν δικαιολογεί ένα τόσο επαχθές και δραστικό μέτρο όσο η άμεση δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας.
Ειδικότερα, όσον αφορά τον όρκο που δίνουν οι συμβολαιογράφοι πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι η έννοια της πιστότητας δεν απαιτεί οπωσδήποτε δεσμό ιθαγένειας.
Ο γενικός εισαγγελέας κρίνει ακόμη ότι στο μέτρο που μια απαίτηση ιθαγένειας χρησιμοποιεί το κριτήριο της ιθαγένειας ως λόγο για να εμποδιστεί η πρόσβαση σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, η εν λόγω δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας συνιστά σοβαρή επέμβαση στη σφαίρα του πολίτη της ΕΕ η οποία θα ήταν επιτρεπτή μόνο μετά από αυστηρό έλεγχο με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
Ως εκ τούτου, ο γενικός εισαγγελέας κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων υπό τις οποίες ασκείται το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, η Συνθήκη της ΕΕ απαγορεύει τη λήψη κρατικού μέτρου το οποίο εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας εις βάρος προσώπων τα οποία επιθυμούν πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα, καθώς το μέτρο αυτό, ως μη αναγκαίο δεδομένου του βαθμού συμμετοχής της δραστηριότητας αυτής στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, είναι δυσανάλογο.
Κατά συνέπεια, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι τα έξι ενδιαφερόμενα χώρες-μέλη, περιορίζοντας την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου αποκλειστικά στους υπηκόους τους, παραβίασαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Συνθήκη της ΕΕ.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν την τελική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.