Η πρόσφατη ακύρωση του αντιασφαλιστικού νόμου της λετονικής κυβέρνησης, ο οποίος ψηφίσθηκε κατ' επιταγήν της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, ανοίγει τον δρόμο για δικαστική ανατροπή και των αντίστοιχων νομοθετημάτων που προωθούνται εσπευσμένα και στην Ελλάδα.
Εκεί, το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας κατήργησε ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις που επέβαλλαν μαζικές περικοπές συντάξεων από 10% έως και 70%, στο όνομα της σωτηρίας του ασφαλιστικού συστήματος!
Εδώ, η απόφαση αυτή δημιουργεί ευνοϊκές νομικές προϋποθέσεις για μελλοντική ακύρωση του ασφαλιστικού νόμου Λοβέρδου.
Κοινός τόπος είναι η επίκληση των συνταγματικών αρχών της προστασίας του κοινωνικού κράτους δικαίου και της αναλογικότητας. «Οι διεθνείς δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν οι κρατικές Αρχές (υπουργικό συμβούλιο) απέναντι σε διεθνείς δανειστές δεν είναι ικανές από μόνες τους να δικαιολογήσουν οποιονδήποτε περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων», επισημαίνουν οι Λετονοί δικαστές.
Σύμφωνα με το λετονικό δικαστήριο, «θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών τα οποία στηρίζονται στο Σύνταγμα είναι υποχρεωτικά για τον νομοθέτη, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση του κράτους». Το άρθρο 109 του λετονικού Συντάγματος προβλέπει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης λόγω ηλικίας, ατυχήματος, ανεργίας κ.ά.
Αντίστοιχα, το άρθρο 22 παράγραφος 5 και το άρθρο 25 του ελληνικού Συντάγματος επιβάλλουν στο κράτος να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση ως ο νόμος ορίζει και να εγγυάται την αρχή του κοινωνικού κράτους. Οι όποιοι περιορισμοί πρέπει να προβλέπονται ρητά και να μην παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.
Οι Λετονοί δικαστές δέχονται ότι το κράτος έχει τη δυνατότητα επιλογών για τη σωτηρία του ασφαλιστικού συστήματος. Ομως, τα μέτρα που λαμβάνει πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένα, να μην παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και να μην καταργούν δικαιώματα που είχαν ήδη παραχωρηθεί στους πολίτες.
«Το λετονικό δικαστήριο έκρινε αντίθετες με τη δημοκρατική αρχή και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας τις δημοσιονομικές συμφωνίες της χώρας με τους διεθνείς δανειστές της (ΔΝΤ και Ε.Ε.). Οι συμφωνίες αυτές, όπως και στη χώρα μας, δεν μπορούν να χρησιμεύουν ως επιχείρημα για περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων», επισημαίνει ο καθηγητής του Εργατικού Δικαίου, Αλ. Μητρόπουλος.
Σε σχόλιό του για την απόφαση στην Εφημερίδα Δημοσίου Δικαίου, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής της Αθήνας, Κων. Γιαννακόπουλος, επισημαίνει μεταξύ άλλων: «...Οι κεκτημένες εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν εκποιούνται. Η δε τήρησή τους διασφαλίζεται τελικώς από τους δικαστές, η ανεξαρτησία και η συνταγματική νομιμοποίηση των οποίων αποδεσμεύουν τις αποφάσεις τους από τη στάθμιση του πολιτικού κόστους... Ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος των εθνικών μέτρων εφαρμογής των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ δεν είναι a priori ασυμβίβαστος με την υλοποίηση εαυτών των προγραμμάτων, όπως συνάγεται από πρόσφατη (Μάρτιος) έκθεση του ΔΝΤ για τη Λετονία. Ο εθνικός δικαστής έχει έναν κρίσιμο ρόλο ως προς την υλοποίηση αυτή, καθώς, τη στιγμή που θέτει όρια στην αποδοχή των υποδείξεων του ΔΝΤ, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στον εξορθολογισμό και στη βελτίωση των σχετικών κρατικών επιλογών».