"Κοίτα", του λέει ο πωλητής, "είναι πολύ απλό. "Όταν το μοτοσακό το έχεις έξω και
πρόκειται να βρέξει άλειβε τα μέρη χρωμίου με βαζελίνη, για να τα προστατέψεις από τη βροχή." Μάλιστα του έδωσε ένα βαζάκι με βαζελίνη.
Εκείνο το ίδιο βράδυ η Σάντρα, φιλενάδα του Τζό, τον συνάντησε για να πάνε μαζί στο σπίτι της και να τον γνωρίσει στους γονείς της.Φυσικά πήγαν εκεί καβάλα στο μηχανάκι του. Την ώρα που προχωρούσαν να μπουν στο σπίτι, η Σάντρα σταματά και του λέει:
"Πρέπει να σου πω κάτι για την οικογένειά μου. Στο τραπέζι,την ώρα του φαγητού δεν μιλάμε καθόλου. Στην πραγματικότητα ο πρώτος που θ' ανοίξει το στόμα του και πει το
παραμικρό πρέπει να πλύνει τα πιάτα."
"Κανένα πρόβλημα" της λέει και προχωρούν στην είσοδο.Μόλις μπαίνουν, ο Τζό μένει
εμβρόντητος. Εκεί μπροστά τους,στη μέση της σάλας, είναι μια μεγάλη στίβα
από άπλυτα πιάτα. Πιο πέρα, στο διάδρομο άλλα πιάτα στιβαγμένα στα σκαλοπάτια. Στην κουζίνα ακόμη μια πελώρια στίβα. Όπου κι αν κοιτάξει σωροί από βρώμικα πιάτα.
Κάποτε κάθησαν στο τραπέζι να φάνε και πράγματι δεν ακούγεται κιχ. Καθώς περνούσε η ώρα ο Τζό αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Γέρνει λοιπόν προς την Σάντρα και τη φιλάει. Κανένας δεν βγάζει μιλιά.Συνεχίζει λοιπόν να της πασπατεύει τα βυζιά. Μιλιά!!
Οπότε σηκώνεται απάνω, τη βουτάει, τη γυμνώνει σχίζοντας τα ρούχα της, τη ρίχνει πάνω στο τραπέζι και εκεί μπροστά στους γονείς της, την κανονίζει..
Η κοπέλα του είναι αλαφιασμένη, ο πατέρας εμφανώς έχει αλλάξει χρώματα και η μάνα κυριολεκτικά αναστατωμένη και τρομαγμένη,αλλά κανένας δεν βγάζει λέξη.
Ο νεαρός κοιτάει τη μάνα, τη βρίσκει νά έχει μια κορμάρα ελκυστική, κι όπως είχε πάρει φόρα τη βουτάει τη διπλώνει πάνω στο τραπέζι και δείχνει την εκτίμηση του στη
θηλυκότητά της με πολλούς τρόπους.
Τώρα η κοπέλα του γίνεται έξω φρενών, ο πατέρας βράζει στο ζουμί του, αλλά ακόμη και σ' αυτό το σημείο δε βγάζουν τσιμουδιά. Τότε ξαφνικά ακούγεται μια εκκωφαντική βροντή και αμέσως ακολουθεί βροχή.
Ο Τζο θυμάται το μηχανάκι του κι αμέσως τραβάει από την τσέπη του το βάζο με τη ΒΑΖΕΛΙΝΗ.
Μόλις το βλέπει ο πατέρας πετάγεται φωνάζοντας: