O Αγγελόπουλος αναζητά νέα ταλέντα για τη νέα υπερπαραγωγή του και
ξαμολά τους συνεργάτες του στην ύπαιθρο, στα νησιά, στα βουνά και στα
λαγκάδια.
- Θέλω κάποιον που να κάθετε ώρες ολόκληρες ακίνητος κοιτάζοντας το
άπειρο για μια σκηνή της νέας μου ταινίας.
Εκείνοι σκοτώνονται να τον βρούν.
Έπειτα από πολύ αναζήτηση βρίσκουν τον κατάλληλο σε ένα ξερονήσι, ένας παπούς που όλη μέρα καθότανε σ' ένα καφενέ αμίλητος και κοίταζε το πέλαγος.
Ειδοποιούν το μέγα σκηνοθέτη, πηγαίνει εκεί, συμφωνούν, υπογράφουν, στήνουν φώτα, μηχανές και ...πάμε!
Ο σκηνοθέτης ενθουσιασμένος τραβά το κεντρικό πλάνο όπου ο παπούς κοιτά το πέλαγος ακίνητος και αμίλητος, με βλέμμα βαθιά σκεπτικό.
Περνάνε 2 ώρες γυρίσματος, 3 ώρες, 6 ώρες, 8 ώρες οπότε κάπου στις 8,5
ώρες ο Αγγελόπουλος πετάγεται από την καρέκλα του.
"Στοοοοοοοοοοοοοπ", φωνάζει και κατευθύνεται προς τον... πρωταγωνιστή παπού.
- Θέλω έτσι όπως κάθεσαι και κοιτάζεις το πέλαγος να έχουμε και λίγη δράση, να κάνεις "τσακ" και να ρίξεις μια χάντρα από το κομπολόι σου του λέει ο σκηνοθέτης.
- Τι λε ρε Αγγελόπουλε, εσύ δε ψάχνεις για ηθοποιό, εσύ θέλεις κασκαντέρ!!!