"Τσι πεθεράς μου εδάγκωσε
το πόδα ένα λιακόνι
και το λιακόνι εψόφησε
κι εκείνη ζεί ακόμη!
Την πεθερά μου έβαλα
ψηλά στονΨηλορείτη
να τηνε βλέπουν οι οχτροί
να μην πατούν στην Κρήτη.
Άμε να πεις τση μάνας σου,
να κόψει τα κουμάντα,
να πάει να δίνει διαταγές,
στο-ε-δικό τζη άντρα.
Θε μου μεγαλοδύναμε,
πάρε τη πεθερά μου,
κι εγώ θα γράψω στσ´εκκλησιές,
ότι ´χω στ' όνομά μου.
Την πεθερά μου οψές αργά
στον ύπνο μου την είδα
και θάρουνα πως πάλευα
με την λερναία ύδρα.
Όταν κοντά στο σπίτι μου
η πεθερά ζυγώνει,
με πιάνει σοκ αλλεργικό
και παίρνω κορτιζόνη.
Κακό είναι συναπάντημα,
να δεις παπά μπροστά σου,
μα πιό κακό είναι το πρωί,
να δεις την πεθερά σου.
Εγώ είδα και τον χάροντα
μα εμένα δεν με νοιάζει
το μόνο που κατάλαβα
της πεθεράς μου μοιάζει !"