Το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων
Υπερηλίκων υπόκειται σε παρακράτηση φόρου, καθώς και σε αναλογικό τέλος
χαρτοσήμου 3% πλέον 20% επί του χαρτοσήμου υπέρ ΟΓΑ σύμφωνα με τις
γενικές διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 3 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου.
Εκκρεμής αίτηση ενδιαφερομένου που καταλήφθηκε από το νεότερο και
αυστηρότερο καθεστώς του ν. 4093/2012. Δικαίωμα στην περιουσία (άρθρο 1
του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλου της Ε.Σ.Δ.Α.).
ΔΠΑ 5809/2020, 9ο Τμήμα
Δεν εντάσσεται στην έννοια της περιουσίας, κατ’ άρθρο 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλου της Ε.Σ.Δ.Α., η απλή προσδοκία απολήψεως
κοινωνικοασφαλιστικής παροχής, ως προς την οποία δεν συντρέχουν στο
πρόσωπο του ενδιαφερομένου οι προβλεπόμενες εκ της εθνικής νομοθεσίας
του εκάστοτε συμβαλλομένου κράτους προϋποθέσεις. Δεν τίθεται ζήτημα
παραβιάσεως του δικαιώματος στην περιουσία ως εκ της μεταγενέστερης και
επί το αυστηρότερον μεταβολής των νομίμων προϋποθέσεων από το
συμβαλλόμενο κράτος, εφόσον κατά τον χρόνο της μεταβολής αυτής δεν
συνέτρεχαν στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου οι υπό το προγενέστερο
νομοθετικό καθεστώς τιθέμενες προϋποθέσεις.
Με τις διατάξεις της περιπτώσεως 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 της
παραγράφου ΙΑ του ν. 4093/2012, ο νομοθέτης έθεσε, από 01.01.2013, πιο
αυστηρές προϋποθέσεις χορηγήσεως της, προνοιακού χαρακτήρα, συντάξεως
ανασφάλιστων υπερηλίκων του ν. 1296/1982. Ειδικότερα, εκτός των λοιπών
απαιτουμένων (σωρευτικώς συντρεχουσών) προϋποθέσεων, θεσπίζεται, ως
απαραίτητη προϋπόθεση, η μόνιμη και νόμιμη εικοσαετής διαμονή στην
Ελλάδα πριν την υποβολή της αιτήσεως για συνταξιοδότηση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα, η οποία ζήτησε με την από
30.11.2010 αίτησή της τη χορήγηση συντάξεως ανασφάλιστου υπερήλικα του
ν. 1296/1982, ουδέποτε δικαιώθηκε της ενδίκου παροχής, ούτε συνέτρεχαν
στο πρόσωπό της οι τιθέμενες υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς
προϋποθέσεις χορηγήσεως αυτής κατά τον χρόνο που η αίτησή της ήταν
εκκρεμής ενώπιον της διοικήσεως και έως και τον χρόνο ενάρξεως της
ισχύος της ανωτέρω διατάξεως του ν. 4093/2012, από το πεδίο εφαρμογής
της οποίας και κατελήφθη. Ενόψει δε τούτων, κατά τον χρόνο έναρξης
ισχύος της διατάξεως αυτής, η προσφεύγουσα δεν είχε νόμιμη προσδοκία
απολήψεως της ενδίκου παροχής που να συνιστά «περιουσία» κατά τη σχετική
αυτόνομη έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της
Ε.Σ.Δ.Α., αφού δεν υφίστατο θεμελιωμένο δικαίωμα αυτής, ούτε οικονομικό
συμφέρον με επαρκές έρεισμα στο εσωτερικό δίκαιο, συνεπεία δε τούτου δεν
τίθεται ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου αυτού ως εκ της εφαρμογής της
ανωτέρω διατάξεως του ν. 4093/2012 στην περίπτωση της προσφεύγουσας με
την προσβαλλόμενη πράξη της Τ.Δ.Ε..
Σύνταξη ανασφαλιστού ύπερηλικα
Πώς μπορώ να λάβω τη σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα;
Τη σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα δικαιούται ο ανασφάλιστος, που έχει συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας του, εφόσον
• Είναι Έλληνας υπήκοος ή Έλληνας το γένος.
• Δεν παίρνει ή δε δικαιούται σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα ελληνικό ή χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΕΟΧ και της Ελβετίας ή χώρας με την οποία η χώρα με έχει Διμερή Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας, ανεξαρτήτως ποσού.
• Κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια πριν την υποβολή της αίτησής του και εξακολουθεί να διαμένει κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης
.• Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα, δεν υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι (4.320) ευρώ.
• Σε περίπτωση παντρεμένων, δεν λαμβάνει ο/η σύζυγός του σύνταξη μεγαλύτερη από το πλήρες ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής, λόγω γήρατος και το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (8.640) ευρώ. Υπάρχει κάποια κατηγορία πολιτών που εξαιρείται της συγκεκριμένης παροχής;Εξαιρούνται της σύνταξης του ανασφάλιστου υπερήλικα οι φυλακισμένοι και οι μοναχοί/ες, που διαμένουν μόνιμα σε Ιερές Μονές και συντηρούνται από αυτές
Συνήγορος του Πολίτη: Αυθαίρετα τα κριτήρια για την σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα
Με το άρθρο 93 του νόμου Κατρούγκαλου θεσμοθετήθηκε το
Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων. Σε εφαρμογή του
άρθρου αυτού, από 12/5/2016 χορηγείται από τον ΟΓΑ και πλέον από τον
ΟΠΕΚΑ, Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων ύψους,
360€.
Ειδικότερα σύμφωνα με τον νόμο, την Κοινή Υπουργική
Απόφαση Φ10034/2437/655 ορίζονται τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι
δικαιούχοι ώστε να δικαιούνται την λεγόμενη παλαιότερα «γεροντική»
σύνταξη. Μεταξύ των κριτηρίων ο νόμος και η σχετική ΥΑ προβλέπουν
ενδεικτικά ότι οι δικαιούχοι θα πρέπει να:
α. Έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους.
β. Να μην λαμβάνουν ή να μην δικαιούνται να λάβουν
σύνταξη από το εξωτερικό ή οποιαδήποτε ασφαλιστική ή προνοιακή παροχή
από την Ελλάδα, μεγαλύτερη από 360€.
γ. Να διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα 15 συνεχόμενα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για τη λήψη του επιδόματος.
δ. Να μην έχουν συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο
εισόδημά, που να υπερβαίνει το ποσό των 4.320€ ή, στη περίπτωση εγγάμων,
το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, καθώς και το
απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα να μην υπερβαίνει
το ποσό των 8.640€.
ε. Να μην έχουν συνολική φορολογητέα αξία ακίνητης περιουσίας, που να υπερβαίνει στο σύνολο της το ποσό των 90.000€.
στ. Το τεκμήριο αντικειμενικής δαπάνης της κινητής
περιουσίας του αιτούντος (επιβατικά ΙΧ, ΜΧ αυτοκίνητα ή και δίκυκλα) να
μην υπερβαίνει στο σύνολό της, το ποσό των 6.000€.
Ο Συνήγορος του Πολίτη διερεύνησε
αναφορές πολιτών, ανασφάλιστων υπερηλίκων, σχετικά με την μη χορήγηση σε
αυτούς από τον τ. ΟΓΑ (και νυν ΟΠΕΚΑ) του Επιδόματος Κοινωνικής
Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων, με την αιτιολογία της υπέρβασης των
εισοδηματικών ορίων που θέτει ο νόμος (άρθρο 93 του ν. 4387/2016).
Σε πολλές περιπτώσεις, οι ενδιαφερόμενοι είτε δεν είχαν
κανένα πραγματικό εισόδημα είτε είχαν πολύ χαμηλό πραγματικό εισόδημα,
αλλά το φορολογητέο εισόδημά τους προσδιοριζόταν βάσει των
αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης, με αποτέλεσμα να υπερβαίνει τα
εισοδηματικά όρια του νόμου.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος (άρθρο 31 του ν. 4172/2013), όλοι οι άγαμοι φορολογούμενοι
που δηλώνουν πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα, έχουν ελάχιστη
αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης (δηλ. τεκμαρτό εισόδημα) τρεις χιλιάδες
(3.000) ευρώ, ενώ οι έγγαμοι, πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Στο ποσό αυτό
προστίθεται η αντικειμενική δαπάνη από την ιδιοκατοίκηση, μίσθωση ή
δωρεάν παραχώρηση κατοικίας, η οποία ορίζεται στα 40 ευρώ ανά
τετραγωνικό μέτρο για τα πρώτα 80 τετραγωνικά μέτρα κατοικίας και
κλιμακώνεται στη συνέχεια. Σε περίπτωση κατοχής αυτοκινήτου, η ελάχιστη
αντικειμενική δαπάνη ορίζεται στις 2.000 ευρώ το χρόνο, επίσης
κλιμακούμενη.
Παραδειγματα:
1.Από τις διατάξεις που διέπουν τον
προσδιορισμό του τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος, προκύπτει για
παράδειγμα ότι άγαμος, διαζευγμένος ή χήρος αιτών την παροχή, ο οποίος
δεν έχει πραγματικό εισόδημα, αλλά κατοικεί σε κατοικία επιφάνειας
μεγαλύτερης των 35 τετραγωνικών μέτρων, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι
ιδιόκτητη, μισθωμένη ή δωρεάν παραχωρούμενη, αποκλείεται από την
χορήγηση του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα.
2.Αντιστοίχως, αιτών ο οποίος έχει στην
κατοχή του ι.χ. αυτοκίνητο, το οποίο βρίσκεται σε κίνηση όλο τον χρόνο,
αποκλείεται αυτομάτως από την χορήγηση του επιδόματος κοινωνικής
αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων.
Η εφαρμογή των διατάξεων αυτών οδηγεί στην απόρριψη της πλειοψηφίας των αιτήσεων.
Με το πόρισμά του ο ΣτΠ επισημαίνει ότι το φορολογητέο
εισόδημα του αιτούντος, στο μέτρο που υπολογίζεται βάσει των τεκμηρίων
εισοδήματος που προβλέπονται από την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία και
βασίζονται στην αντικειμενική δαπάνη συντήρησης κατοικίας που καλύπτει
στοιχειωδώς την ανάγκη στέγασης ή στην κατοχή ενός αυτοκινήτου μικρού
κυβισμού, καθώς και στην ελάχιστη δαπάνη διαβίωσης, δεν είναι πρόσφορο
κριτήριο για την χορήγηση προνοιακής παροχής στους ανασφάλιστους
υπερήλικες. Από πλευράς φορολογικής νομοθεσίας, το τεκμήριο εισοδήματος
που βασίζεται στις δαπάνες αυτές, ιδίως υπό τις ισχύουσες
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αντίκειται στα διδάγματα της κοινής
πείρας: πολύ συχνά, αφενός, οι αιτούντες ανασφάλιστοι υπερήλικες,
προκειμένου να ικανοποιήσουν τις στοιχειώδεις αυτές ανάγκες, στηρίζονται
στην αλληλεγγύη άλλων προσώπων, αφετέρου, οι ανάγκες αυτές, παρότι
στοιχειώδεις, δεν καλύπτονται καν ή καλύπτονται μόνον εν μέρει. Από
πλευράς κοινωνικής νομοθεσίας, ορίζοντας ως κριτήριο χορήγησης της
παροχής το φορολογητέο εισόδημα, ο νομοθέτης αποκλείει αιτούντες από την
παροχή βασιζόμενος στην τεκμαιρόμενη ικανότητα των προσώπων αυτών να
καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες για την ικανοποίηση των οποίων θα τους
χορηγείτο ακριβώς η προνοιακή παροχή.
Με αφορμή τις διαπιστώσεις αυτές, η Αρχή πρότεινε την
τροποποίηση του άρθρου 93 παρ. 1 περ. ε του ν. 4387/2016, καθώς και του
άρθρου 3 της κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσας Κ.Υ.Α., ώστε ως κριτήριο για
την χορήγηση του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων
υπερηλίκων, να λαμβάνεται υπ’ όψιν το πραγματικό και όχι το φορολογητέο
εισόδημα των αιτούντων, όπως ισχύει και για το Κοινωνικό Επίδομα
Αλληλεγγύης, λαμβανομένων υπ’ όψιν ως προς τον συνυπολογισμό και των
εξαιρέσεων της παρ. 2 του άρθρου 93 του ν. 4387/2016. Επικουρικά,
προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 93 του ν. 4387/2016, ώστε να μην
συνυπολογίζεται τεκμαρτό εισόδημα το οποίο προκύπτει από την ελάχιστη
αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης, την αντικειμενική δαπάνη κατοικίας
(ιδιόκτητης, μισθωμένης ή δωρεάν παραχωρούμενης) έως 80 τ.μ., και ενός
αυτοκινήτου μικρού κυβισμού.
Τέλος, προτείνεται να τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρου
46 παρ. 4 ν. 4520/2018, ώστε να μην αποκλείονται από τον διοικητικό
έλεγχο των αποφάσεων μετά από ένσταση των ενδιαφερομένων, τα ζητήματα
που αφορούν την πλήρωση των εισοδηματικών κριτηρίων.
Κατόπιν τούτων η πολιτεία οφείλει να εκκινήσει άμεσα το
νομοθετικό έργο και να θεσπίσει περιουσιακά κριτήρια με βάση το
πραγματικό εισόδημα των δικαιούχων ώστε οι άποροι συμπολίτες μας να μην
μένουν στην κυριολεξία στο δρόμο.