Ευρωπαϊκό δικαστήριο: Υπεύθυνα τα sites για τα σχόλια που αναρτώνται σε αυτά
Τον γύρο του Διαδικτύου έχει αρχίσει να κάνει απόφαση του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR) στο Στρασβούργο, που
αποφάνθηκε, σε υπόθεση που εμπλέκει την εσθονική ενημερωτική ιστοσελίδα
Delfi, ότι: (ακολουθεί το κείμενο της απόφασης) «καταλήγοντας στην
απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο ανακοίνωση, inter alia, ότι προκύπτει
από την υποχρέωση αποφυγής πρόκλησης βλάβης το ότι το Delfi “θα έπρεπε
να είχε εμποδίσει τη δημοσίευση σχολίων με ξεκάθαρα παράνομο
περιεχόμενο”.
Επίσης, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Delfi, μετά την
δημοσιοποίηση των επίμαχων σχολίων, ''απέτυχε να απομακρύνει τα σχόλια –
για το παράνομο περιεχόμενο των οποίων θα έπρεπε να έχει γνώση- από το
portal ως δική του πρωτοβουλία''.
Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η “αδράνεια του Delfi ήταν
παράνομη” και ότι το Delfi ήταν υπεύθυνο, καθώς “δεν είχε αποδείξει την
απουσία ενοχής”».
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του Ars Technica UK, η οργάνωση
ψηφιακών δικαιωμάτων Access υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή έρχεται σε
αντίθεση με τις αρχές της Ε.Ε. σχετικά με το e-commerce, και ως εκ
τούτου «απομακρύνει το Ίντερνετ από τις αρχές προστασίας έκφρασης και
ιδιωτικότητας που το δημιούργησαν, όπως το γνωρίζουμε».
Σε δημοσίευμα της Media Legal Defence Initiative εξηγούνται κάποιοι
παράγοντες που επηρέασαν το δικαστήριο για την απόφαση αυτή, όπως η
ακραία φύση των σχολίων (θεωρήθηκαν ρητορική μίσους), το ότι
δημοσιεύτηκαν σε επαγγελματικού χαρακτήρα ενημερωτική ιστοσελίδα (και
όχι σε κάποιο blog, για παράδειγμα), τα ανεπαρκή μέτρα για την
απομάκρυνσή τους και το μικρό ενδεχόμενο δίωξης των σχολιαστών-
παράλληλα με τις «μέτριες» κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Delfi.
Σημειώνεται ότι η παρούσα απόφαση συνιστά επιβεβαίωση/ επικύρωση
παλαιότερης απόφασης το 2013, βάσει της οποίας δεν υπήρχε παραβίαση του
δικαιώματος του Delfi στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης.
Ωστόσο, υποστηρίζεται από το MLDI ότι η
απόφαση, ερχόμενη σε αντίθεση με τα στάνταρ του Συμβουλίου της Ευρώπης
και τη νομοθεσία της Ε.Ε., δημιουργούν μια κατάσταση αβεβαιότητας που θα
έχει δυσμενείς επιπτώσεις.
Όπως διευκρίνισε στο Ars Technica o Τ. Τζ. Μακιντάιρ, πρόεδρος της
Digital Rights Ireland, η απόφαση αυτή δεν έχει άμεσες επιπτώσεις,
ωστόσο μπορεί να επιφέρει νομικές εξελίξεις που θα έχουν αποτέλεσμα την
υπονόμευση της ελευθερίας της έκφρασης, ενισχύοντας την ιδέα ότι οι
«ενδιάμεσοι» ευθύνονται για τη δημοσιοποίηση «πρδήλως παράνομου» υλικού,
χωρίς να διευκρινίζεται τι ακριβώς είναι «προδήλως παράνομο»- με πιθανή
επίπτωση τα sites να γίνουν πολύ «προσεκτικά» όσον αφορά στο τι υλικό
ανεβάζουν.
Η (παλαιότερη) γνωμοδότηση Σανιδά για Διαδίκτυο - επικοινωνίες
Αίρεται το απόρρητο των στοιχείων όσων μέσα από τα blogs αναρτούν
υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά δημοσιεύματα ή διαπράττουν εν
γένει εγκλήματα
ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ πριν από τη συνταξιοδότησή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδάς με γνωμοδότησή του άναψε «το πράσινο φως» στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές, χωρίς προηγούμενη άδεια της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), να αίρουν την ανωνυμία των bloggers και να έχουν άμεση πρόσβαση στα blogs του Ιnternet για την εξιχνίαση οποιουδήποτε αδικήματος, ανεξάρτητα αν είναι σε βαθμό κακουργήματος ή πλημμελήματος. Ο κ. Σανιδάς υπογραμμίζει στη γνωμοδότησή του ότι τα blogs δεν καταλαμβάνονται από το συνταγματικό απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας, που κατοχυρώνονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος. Δεν παραλείπει να σημειώσει ότι το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει την επικοινωνία μέσω Διαδικτύου και κατά συνέπεια αίρεται το απόρρητο των στοιχείων όσων μέσα από τα blogs αναρτούν υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά δημοσιεύματα, φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας ή διαπράττουν εν γένει εγκλήματα.
Τα κυριότερα σημεία του είναι τα εξής: Η
προστασία του απορρήτου αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης
προσωπικής επικοινωνίας και προϋποθέτει δύο τουλάχιστον πρόσωπα, ήτοι
τον αποστολέα και τον παραλήπτη. Βασικό στοιχείο της προσωπικής
ανταπόκρισης ή επικοινωνίας
είναι η μυστικότητα του περιεχομένου, η εγγύηση δηλαδήότι το μήνυμα έφθασε στον παραλήπτη χωρίς να γνωστοποιηθεί σε τρίτους. Το άρθρο 19 του Συντάγματος, προεκτείνoντας τη lato sensu προσωπική ελευθερία, καθιερώνει
την προστασία της επικοινωνίας σε οικειότητα,ενώ το άρθρο 14 προστατεύει την επικοινωνία σε δημοσιότητα.
Το εκ του άρθρου 19 του Συντάγματος δικαίωμα έχει δύο συνιστώσες:
Πρώτον,
την ελευθερία της ανταπόκρισηςή επικοινωνίας μέσω επιστολών ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
Δεύτερον, το
απόρρητο όλων αυτών των μορφών επικοινωνίας ,
εφόσον όσοι επικοινωνούν θέλησαν να διατηρήσουν τη μυστικότητα και έλαβαν τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα, π.χ. τοποθέτηση επιστολής σε κλειστό φάκελο.
***Οπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του άρθρου 19, παρ.
1, εδ. α΄ Συντ., το απόρρητο προστατεύεται
για κάθε μέσο επικοινωνίαςυπαρκτό ή μελλοντικό, εφόσον το μέσον αυτό είναι από τη φύση του κατάλληλο για τη διεξαγωγή της επικοινωνίας μέσα σε οικειότητα, έστω
και υπό την προϋπόθεση ότι οι επικοινωνούντες έλαβαν ειδικά μέτρα για
τον σκοπό αυτόν. Εκ τούτων παρέπεται ότι υπάρχει απόρρητο π.χ. στην
επικοινωνία μέσω fax,
όχι όμως και στην επικοινωνία μέσω Ιnternet, αφού η τελευταία είναι εξ ορισμού επικοινωνία σε δημοσιότητα (Κ.
Χρυσόγονος, ένθ΄ ανωτέρω, σελ. 239, Απόστολος Παπακωνσταντίνου, «Το
Συνταγματικό Δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας»,
Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου, 2006, σελ. 233 επ. και ιδία
242).
Το Διαδίκτυο είναι εξ ορισμού χώρος ελεύθερης έκφρασης και η δημιουργία ή άλλως κατασκευή ιστοσελίδας σε αυτό είναι ελεύθερη σε οποιονδήποτε. ***Είναι, βεβαίως, αυτονόητο ότι υπάρχει απόρρητο και στην επικοινωνία μέσω Ιnternet
εάν έχει χρησιμοποιηθεί ειδική διαδικασία διαφύλαξης του απορρήτου. Τούτο
π.χ. ισχύει όταν μέσω της ιστοσελίδας έχει δημιουργήσει κάποιος ένα
απόρρητο προφίλ στο οποίο θα έχει δικαίωμα πρόσβασης ο ίδιος και κάποιο ή
κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα που έχει επιλέξει και έχουν τα απαραίτητα
«κλειδιά».
Εκ των ανωτέρω κατά λογική αναγκαιότητα παρέπεται ότι στην
περίπτωση τελέσεως οποιουδήποτε εγκλήματος μέσω
του Διαδικτύου (Ιnternet) και εν όψει του ότι τα συνθέτοντα αυτό (το
έγκλημα) στοιχεία (δημοσίευμα υβριστικό, φωτογραφίες παιδικής
πορνογραφίας, απόφαση ή εκδήλωση βουλήσεως ανηλίκου για αυτοκτονία κτλ.)
έχουν καταστεί κοινά και προσιτά σε οποιονδήποτε χρήστη ή διαχειριστή
ιστοσελίδας,
δεν απαιτείται άδεια οποιασδήποτε Αρχής και προεχόντως της Αρχής Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών προκειμένου να εξακριβωθεί και να εντοπισθεί τόσο το ηλεκτρονικό ίχνος της εγκληματικής πράξεως όσο και το πρόσωποτο οποίο κρύπτεται πίσω από το ηλεκτρονικό ίχνος. Συνεπώς,
οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, πολύ δε
περισσότερο τα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια, στα πλαίσια των
ερευνών για τη διακρίβωση τελέσεως ενός εγκλήματος και του δράστη,
δικαιούνται να ζητούν από τους παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας μέσω Ιnternet τα ηλεκτρονικά ίχνη μιας εγκληματικής πράξεως, την ημεροχρονολογία και τα στοιχεία του προσώπου στο οποίο αντιστοιχεί το ηλεκτρονικό ίχνος,και ο πάροχος υποχρεούται να τα παραδίδει χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας αρχής και ιδία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.
***Ούτε όμως περαιτέρω απαιτείται άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθόσον η
εγκληματική συμπεριφορά του ατόμου ούτε εμπίπτει ούτε είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδομένων, ούτε καλύπτεται από αυτήν. Ούτε
περαιτέρω η αποκάλυψη και επιβεβαίωση της εγκληματικής συμπεριφοράς και
του δράστου είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αποτελεί προσβολή της
προσωπικότητας και παραβίαση των προσωπικών δεδομένων.
***Γ. Ι. Συναφές με το ανωτέρω θέμα είναι και το θέμα της εκτάσεως του απορρήτου της επικοινωνίας.
Κατά την έννοια και τον σκοπό της διατάξεως του άρθρου 19, παρ. 1 του Συντάγματος,
το απόρρητο αφορά το περιεχόμενο της επιστολής και των εν γένει ανταποκρίσεων και όχι τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας , π.χ. τα στοιχεία του αποστολέα ή του αποδέκτη.
Τούτο σημαίνει ότι είναι επιτρεπτή η αποκάλυψη των στοιχείων εκείνων που κάνουν π.χ.υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά τηλεφωνήματα και εν γένει διαπράττουν εγκλήματα μέσω οιουδήποτε μέσου επικοινωνίας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για παραβίαση του απορρήτου,
αφού δεν υπάρχει βούληση των επικοινωνούντων ναπαραμείνει η συνομιλία τους μυστική, το δε κύκλωμα παύει να είναι κλειστό ύστερα από αίτηση του ενός από τους ανταποκριτές [Μάνεσης,
«Ατομικές Ελευθερίες», σελ. 167, Γ. Α. Μαγκάκης: «Περί της προστασίας
του απορρήτου των τηλεφωνημάτων» Ποιν. Χρ. ΙΔ 10 επ., Γ. Καραμάνος «Το
απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας» ΝοΒ 20-21, 1137, Γνωμοδοτήσεις
Εισ. ΑΠ 38/1959 (Σακελλαρίου) και 31/1952 (Κόλλιας) ΠΟΙΝ. ΧΡ. 1959, σελ.
56 και 1952 σελ. 457]. Με την άνω ορθή αυτή θέση έχει στοιχηθεί και η
Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την υπ΄
αριθμ. 79/2002 Γνωμοδότησή της. Απαντώντας με την τελευταία σε έγγραφο
τηλεφωνικής εταιρείας για το τι πρέπει η τελευταία να πράξει εάν της
ζητείται με έγγραφο από εισαγγελείς ή πολίτες η ανακοίνωση προσωπικών
δεδομένων συνδρομητών (ονοματεπώνυμο, αριθμός κλήσης, διεύθυνση
κατοικίας κτλ.), καταλήγει μετά την απάντηση που δίνει επί του
ερωτήματος, ως ακολούθως:
«Είναι αυτονόητο ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν ως προς το εσωτερικό περιεχόμενο της τηλεφωνικής π.χ. συνομιλίας για την οποία έχει εφαρμογή το άρθρο 19 του Συντάγματος και όχι ο Ν. 2225/1994» (Ποιν. Δικ. 2003, 799).
Δέχεται δηλαδήανενδοιάστως ότι όλα τα άλλα στοιχεία δεν εμπίπτουν στο προστατευόμενο από το άρθρο 19 του Συντάγματος απόρρητο.
Τέλος,
ο Αρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμ. 570/2006 απόφασή του δέχθηκε ότι το συνταγματικό απόρρητο των επικοινωνιών
καλύπτει μόνον το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και όχι τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών.
Είναι προφανές, εν όψει των ανωτέρω, ότι η όποια αντίθετη θέση δεν δύναται να εύρει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 19, παρ.
1 του Συντάγματος.
***1) Το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει α) την επικοινωνία μέσω Διαδικτύου (Ιnternet) και β) τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (ονοματεπώνυμα και λοιπά στοιχεία συνδρομητών, αριθμοί τηλεφώνων, χρόνος και τόπος κλήσεως, διάρκεια συνδιάλεξης κτλ.).
2) Οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, πολύ δε περισσότερο τα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια,
δικαιούνται να ζητούν από τους παρόχους των υπηρεσιών Επικοινωνίας, μέσω Διαδικτύου (Ιnternet), τα ηλεκτρονικά ίχνη μιας εγκληματικής πράξεως,την ημεροχρονολογία και τα στοιχεία του προσώπου στο οποίο αντιστοιχεί το ηλεκτρονικό ίχνος, από τους λοιπούς δε παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας τα «εξωτερικά στοιχεία» της επικοινωνίας, και ο πάροχος υποχρεούται να τα παραδίδει χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας Αρχής και ιδία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.
3) Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών αλλά και οποιαδήποτε άλλη Ανεξάρτητη Αρχή ούτε
νομιμοποιείται ούτε δικαιούται να ελέγξει με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, το εάν η περί άρσεως ή μη του απορρήτου απόφαση των οργάνων της Δικαιοσύνης είναι σύννομη ή όχι. Αυτό κρίνεται από τα ίδια τα όργανα της Δικαιοσύνης. Ούτε όμως περαιτέρω η ρηθείσα Αρχή
μπορεί να ελέγξει τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας για τη,σε κάθε περίπτωση,συμμόρφωσή τους προς τις αποφάσεις των οργάνων της Δικαιοσύνης. Εάν πράξει τούτο, ενεργεί καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας της.