«Χρεοκοπημένη η Ελλάδα με ή χωρίς διάσωση»
Τα βρετανικά δημοσιεύματα για την ελληνική οικονομία
«Η διάσωση της Ελλάδας απλώς καθυστερεί το αναπόφευκτο» γράφει σε ανάλυσή του στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο οικονομικός αναλυτής της εφημερίδας, Βόλφγκανγκ Μίνχαου. Όπως σημειώνει αναφερόμενος στην άνοδο των spread παρά το μηχανισμό στήριξης από την ΕΕ, «οι οικονομικές αγορές έχουν καταλάβει ότι με ή χωρίς διάσωση η Ελλάδα έχει στην ουσία χρεοκοπήσει». Η διάσωση αποτρέπει την πτώχευση εντός του έτους, αλλά δεν επηρεάζει τα δεδομένα ως προς την πιθανότητα μίας μελλοντικής πτώχευσης, γράφει ο Μίνχαου, εξηγώντας ότι για να καλυφθεί το τρέχον χρέος και οι τόκοι η Ελλάδα χρειάζεται να βρει περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο για τα επόμενα πέντε χρόνια, συνολικό ποσό που ισοδυναμεί σχεδόν με το 100% του ΑΕΠ της χώρας.
Εξετάζοντας τις δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ο συντάκτης τονίζει ότι το 2010 η οικονομία θα συρρικνωθεί μεταξύ 3% και 5%, ο πληθωρισμός θα πέσει προς το μηδέν, ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ πιθανώς θα συρρικνωθεί περαιτέρω το 2011 και ίσως ακόμα και το 2012 και μετά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα πρέπει να ανατρέψει ένα πρωτογενές έλλειμμα 7% σε πρωτογενές πλεόνασμα –μη συμπεριλαμβανομένων των τόκων – της τάξης τουλάχιστον του 5%. Όλα αυτά την ώρα που θα πρέπει να ενισχύει την ανταγωνιστικότητά της δια των περικοπών στους μισθούς. Αυτό σημαίνει αποπληθωρισμό, με αποτέλεσμα το χρέος να διαμορφωθεί γύρω στο 150% του ΑΕΠ.
Το κλειδί για την αποφυγή της πτώχευσης κρύβεται κατά τον Μίναχου στην εύρεση τρόπου σταθεροποίησης του χρέους. Αυτό απαιτεί όμως ένα πολυετές σχέδιο μείωσης του ελλείμματος και ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα τονώσουν το ρυθμό ανάπτυξης. Το σχέδιο που έχει παρουσιάσει η ελληνική κυβέρνηση είναι μεν φιλόδοξο, αλλά όχι πολύ αξιόπιστο, διότι βασίζεται πολύ στην αύξηση των φόρων, χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εκτιμά ο συντάκτης. Ακόμα όμως και αν υπήρχε αυτό το αξιόπιστο μακροπρόθεσμο πλάνο σταθερότητας, ο κίνδυνος πτώχευσης θα παρέμενε υψηλός. Αυτό, πάντα κατά τον Μίνχαου, σημαίνει ότι κάποια μορφή αναδιάρθρωσης του χρέους είναι αναπόφευκτη. Αναφέρει το ενδεχόμενο συμφωνημένης μείωσης της αξίας των ελληνικών τίτλων που κατέχουν οι επενδυτές. Ως εναλλακτική της αναδιάρθρωσης παρουσιάζεται η αναδιάταξη του χρέους, δηλαδή η μετατροπή του χρόνου ωρίμανσης των ελληνικών ομολόγων, κάτι που θα μετέφερε το κόστος κάλυψης των χρεών της χώρας πέρα από την περίοδο προσαρμογής. Ένας τρόπος για να ξεκινήσει αυτή η διαδικασία θα ήταν να δοθεί καθεστώς προτεραιότητας στην εξόφληση των δανείων από την ΕΕ έναντι των υποχρεώσεων της Ελλάδας προς τους υπόλοιπους πιστωτές. Σε μια τέτοια κατάσταση οι πιστωτές ίσως προτιμούσαν την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, εκτιμά ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου.
Σε ό,τι αφορά την ανάμιξη του ΔΝΤ, ο αναλυτής των ΦΤ γράφει ότι αναμένει απαιτήσεις πολύ μεγαλύτερης γενικής προσαρμογής από την Ελλάδα. «Κατά την άποψή μου», σχολιάζει ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου, «έχουμε παρέλθει το σημείο της μη-επιστροφής και δε θα πρέπει πλέον να επικεντρωνόμαστε στο κατά πόσο μπορούμε να αποφύγουμε την πτώχευση, αλλά πώς να τη διαχειριστούμε καλύτερα». Σε ό,τι αφορά τους πιστωτές της Ελλάδας, σημειώνεται ότι δεν είναι έτοιμοι να δεχθούν μείωση της αξίας των τίτλων που έχουν στην κατοχή τους. Ο Μίνχαου υπολογίζει ότι με τα spread στις 400 μονάδες βάσης υπάρχει πιθανότητα 20% για ζημιά ύψους 20% για τους επενδυτές.
«Το καλύτερο που μπορεί να ειπωθεί για το πακέτο διάσωσης είναι ότι κερδίζει χρόνο για τη διαπραγμάτευση μίας οργανωμένης πτώχευσης. Η αναδιάρθρωση και η αναδιάταξη του χρέους είναι πιθανώς η μόνη ευκαιρία για την Ελλάδα και τους κατόχους των ομολόγων της να βγουν από αυτό το μπέρδεμα όρθιοι», καταλήγει ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς.
Μαθήματα από το παρελθόν
Σε κοινή ανταπόκριση από Ουάσινγκτον και Αθήνα οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς γράφουν ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει άλλη μια δοκιμασία αύριο με την έκδοση κυβερνητικών ομολόγων τριμήνου που αποσκοπεί στην συγκέντρωση 1,5 δισεκατομμυρίου ευρώ. Κατά την εφημερίδα, αναλυτές αναμένουν δύο ακόμα εκδόσεις μακροπρόθεσμων ομολόγων από την Ελλάδα στις επόμενες τρεις εβδομάδες.
Σε αναφορά στο πακέτο διάσωσης από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ η εφημερίδα παρουσιάζει μία «ιστορία που εμπνέει» και μία «ιστορία που συνιστά επιφυλακτικότητα». Η πρώτη αφορά το πακέτο ύψους 30 δισεκατομμυρίων λιρών του ΔΝΤ για τη Βραζιλία το 2002, το οποίο σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική λιτότητα βοήθησε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρέος της κυβέρνησης. Η δεύτερη ιστορία είναι αυτή της Αργεντινής, η οποία παρά τη βοήθεια αποδείχθηκε «ανίκανη» να πετύχει τους στόχους φορολογικών εσόδων και περικοπών των δαπανών, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη εθνική χρεοκοπία στην ιστορία.
Κατά τον πρώην επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ, Σάιμον Τζόνσον, η διάσωση της Ελλάδας έχει λίγες πιθανότητες επιτυχίας. Ο κ. Τζόνσον υπολογίζει ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν ένα πακέτο διάσωσης ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αναχρηματοδότηση του χρέους της την επόμενη τριετία. Με το συμφωνημένο ύψος της βοήθειας στα 40-45 δισεκατομμύρι ευρώ, θα χρειαστούν «βάναυσες» περικοπές στους μισθούς και τις υπηρεσίες του δημοσίου, εκτιμά ο κ. Τζόνσον.
Η εφημερίδα επικαλείται αξιωματούχους του ΔΝΤ που λένε ότι στο παρελθόν χώρες όπως η Τζαμάικα έχουν πετύχει ανάλογες δημοσιονομικές ανατροπές, αλλά όχι στο περιορισμένο χρόνο που απαιτείται από την Ελλάδα. «Κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο σε μια χώρα όπου ακόμα και οι σχετικά μετριοπαθείς ενέργειες για τη συγκράτηση των δαπανών και των μισθών έχουν εγείρει αντιδράσεις», σχολιάζεουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Η εναλλακτική κατά το δημοσίευμα είναι η αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας πριν η αγορά την ωθήσει στην πτώχευση. Αυτό το ενδεχόμενο ωστόσο ίσως συναντήσει την αντίσταση των κυβερνήσεων της ευρωζώνης που συγχρηματοδοτούν τη συμφωνία στήριξης της Αθήνας, καταλήγει το δημοσίευμα.
Η περίπτωση της Πορτογαλίας
Η Ντέιλι Τέλεγκραφ αναφέρεται στις προοπτικές που δημιουργούνται για την οικονομία της Πορτογαλίας και τη μεγαλύτερη από την ελληνική απειλή που συνιστά αυτή για την ΟΝΕ. Όπως τονίζει ο συντάκτης, αντίθετα με την Ελλάδα η Πορτογαλία δεν έχει περιέλθει σε δυσμενή θέση επειδή είπε ψέματα, «τουλάχιστον όχι τόσα πολλά όσα η Αθήνα». Η εφημερίδα κατηγορεί για τα προβλήματα της Πορτογαλίας τη δομή και τη λειτουργία της ευρωζώνης. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η όλο και πιο διευρυμένη πρόσβαση σε πιστώσεις προκαλούσε μείωση του ποσοστού αποταμίευσης, την ώρα που η κατανάλωση εξακολουθούσε να αυξάνεται περισσότερο από το ΑΕΠ. Αυτό οδήγησε στην υπερχρέωση της Πορτογαλίας.